- τοιῇδε
- τοιόσδεsuch as thisfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοιήδε — τοιόσδε such as this fem nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιῆιδ' — τοιῇδε , τοιόσδε such as this fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιῇδ' — τοιῇδε , τοιόσδε such as this fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAUNUS — I. CAUNUS Cariae oppid. maritimum ad Calbin fluv. versus Glaucum sinum, vix 50. milliar. a Rhodo Insul. Sub Tureis, cum toto tractu 140. milliar. a Macra in Occasum, in ora sinus Macrensis. Nunc la Rossa. Sophian. Huius meminit Strabo, l. 14.… … Hofmann J. Lexicon universale
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
τοιόσδε — οιάδε, όνδε, ιων. τ. θηλ. και τοιήδε, Α (δεικτ. αντων.) (επιτ. τ. τού τοῑος) 1. τέτοιος δα, τέτοιος όπως... («ἀοιδοῡ τοιοῡδ οἷος ὅδ ἐστί», Ομ. Οδ.) 2. (συχνά με επιτ. σημ.) τόσο μεγάλος, τόσο έξοχος ή τόσο κακός (α. «τοιόσδε τοσόσδε τε λαός», Ομ … Dictionary of Greek
ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek